κρεβατόστρωση

κρεβατόστρωση
και κρεβατοστρώση, η
κρεβατοστρῶσι[ν], το)
το στρώμα και τα κλινοσκεπάσματα
νεοελλ.
το κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεβάτι + στρώση (< στρώνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κρεβάτι — Έπιπλο πάνω στο οποίο κοιμάται ή αναπαύεται κάποιος. Το κ. αποτελείται από ένα μεταλλικό ή ξύλινο πλαίσιο, στηριζόμενο συνήθως σε τέσσερα πόδια, στο οποίο προσαρμόζεται ένα πλέγμα (σούστα) –μεταλλικό κατά κύριο λόγο– που αποτελεί και τη βάση του… …   Dictionary of Greek

  • κρεβατοστρώσι(ν) — κρεβατοστρῶσι(ν), τὸ (Μ) βλ. κρεβατόστρωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”